μεταδομένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταδομένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μεταδίδω και μεταδίνω
Μετοχή[επεξεργασία]
μεταδομένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μεταδίδω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταδομένος
|