μεταλλαγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεταλλαγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μεταλλάσσω
Μετοχή
[επεξεργασία]μεταλλαγμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μεταλλάσσω
- που έχει υποστεί γενετική τροποποίηση ή κάποιου είδους παρέμβαση στο γονιδίωμά του
- (ουσιαστικοποιημένο) μεταλλαγμένα: τρόφιμα που έχουν υποστεί γενετική τροποποίηση ή κάποιου είδους παρέμβαση στο γονιδίωμά τους
- […] να ανοίξουν διάπλατα οι πόρτες της Ε.Ε. στα μεταλλαγμένα, ακολουθεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή που αναμένεται να εγκρίνει την καλλιέργεια του καλαμποκιού με τον κωδικό «1507» (από το άρθρο της Φίλης Καϊτατζή, «Μας απειλούν τα μεταλλαγμένα», εφ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία (16 Φεβρουαρίου 2014) ).