μεταμνημονιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταμνημονιακός < μετα- + μνημονιακός
Επίθετο[επεξεργασία]
μεταμνημονιακός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) που σχετίζεται με την χρονική περίοδο μετά από (κάποιο) μνημόνιο ή αναφέρεται στην περίοδο αυτή
- Έτσι, όποια κι αν είναι η κυβέρνηση που θα διαχειριστεί τη μνημονιακή - μεταμνημονιακή τετραετία 2013-2016 και τα επόμενα χρόνια της διεθνούς επιτροπείας, θα βρεθεί προ το διλήμματος: ή τηρεί τις μνημονιακές της υποχρεώσεις διευρύνοντας την καταστροφή και τα πεδία ρήξης με την κοινωνία, ή έρχεται σε ρήξη με τους δανειστές, αθετεί τις υποχρεώσεις της (σε πληρωμές και «μεταρρυθμίσεις») και επιχειρεί μια ευρεία ανασυγκρότηση των κοινωνικών και οικονομικών ερειπίων. (*)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις μνημονιακός, μνημόνιο και μνήμη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταμνημονιακός
|