μεταφυτευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταφυτευτικός < μεταφυτεύω + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
μεταφυτευτικός
- που έχει σχέση με τη μεταφύτευση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Πηγές[επεξεργασία]
- μεταφυτευτικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταφυτευτικός
|