μηλαράκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μηλαράκι | τα | μηλαράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μηλαράκι | τα | μηλαράκια |
κλητική | μηλαράκι | μηλαράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μηλαράκι < υποκοριστικό του μήλο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μηλαράκι ουδέτερο
- μικρό μήλο
- (γαστρονομία): γλυκό του κουταλιού από μήλο
- πόντος σε παιχνίδια, ή σε αγορά - κατανάλωση προϊόντων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μηλαράκι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)