μητριαίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μητριαίος -α, -ο
- (ανατομία) που σχετίζεται με τη μήτρα των θηλυκών οργανισμών ή αναφέρεται σε αυτήν
- ※ Αξιολόγηση ροής του αίματος στις μητριαίες αρτηρίες με έγχρωμο doppler στην αρχή της κύησης για την πρόβλεψη ανάπτυξης υπερτασικών διαταραχών ή μητροπλακουντιακής ανεπάρκειας (Τίτλος διδακτορικής διατριβής)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μητριαίος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιαίος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)