μικρόγλωσσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικρόγλωσσος < μικρογλωσσία + -ος
Επίθετο[επεξεργασία]
μικρόγλωσσος, -η, -ο
- που έχει πολύ μικρή γλώσσα, που εμφανίζει μικρογλωσσία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικρόγλωσσος
|