μικρόγλωσσος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μικρόγλωσσος η μικρόγλωσση το μικρόγλωσσο
      γενική του μικρόγλωσσου της μικρόγλωσσης του μικρόγλωσσου
    αιτιατική τον μικρόγλωσσο τη μικρόγλωσση το μικρόγλωσσο
     κλητική μικρόγλωσσε μικρόγλωσση μικρόγλωσσο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μικρόγλωσσοι οι μικρόγλωσσες τα μικρόγλωσσα
      γενική των μικρόγλωσσων των μικρόγλωσσων των μικρόγλωσσων
    αιτιατική τους μικρόγλωσσους τις μικρόγλωσσες τα μικρόγλωσσα
     κλητική μικρόγλωσσοι μικρόγλωσσες μικρόγλωσσα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μικρόγλωσσος < μικρογλωσσία + -ος

Επίθετο[επεξεργασία]

μικρόγλωσσος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]