μισοκοιμισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μισοκοιμισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μισοκοιμάμαι < μισο- (<μισός) + κοιμισμένος
Μετοχή[επεξεργασία]
μισοκοιμισμένος, -η, -ο
- νυσταγμένος
- → δείτε τη λέξη μισοκοιμάμαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μισοκοιμισμένος