μονολατρεία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Έλεγχος ορθογραφίας -ία ή -εία *μονολατρεύω. Χρειάζεται παραπομπή. Sarri.greek 22:08, 30 Οκτωβρίου 2021 (UTC).


Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μονολατρεία οι μονολατρείες
      γενική της μονολατρείας των μονολατρειών
    αιτιατική τη μονολατρεία τις μονολατρείες
     κλητική μονολατρεία μονολατρείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονολατρεία < μόν(ος) + -ο- + -λατρεία (λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Monolatrie) (όρος του 19ου αιώνα) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μονολατρεία θηλυκό

  • (θρησκεία, φιλοσοφία) η λατρεία ενός θεού, ταυτόχρονα με την πίστη στην ύπαρξη πολλών θεοτήτων
    ※  Επίσης δεν είναι δυνατόν να γίνη δεκτό , ότι ο θεϊσμός προήλθε από τη μονολατρεία, γιατί το κύριο γνώρισμα του θεϊσμού δεν είναι ο ένας θεός, αλλά και ένας προσωπικός θεός (Ιωάννης Νικολάλου Θεοδωρακόπουλος, Εισαγωγή στη φιλοσοφία, τόμος 4, σελ. 109, 1975)
    → δείτε τη λέξη ενοθεϊσμός

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]