μοσχαναθρεμμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μοσχαναθρεμμένος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή[επεξεργασία]
μοσχαναθρεμμένος, -η, -ο
- που έχει ανατραφεί με πολλή περιποίηση
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μοσχαναθρεμμένος
|