μουλωχτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μουλωχτός < μουλώχνω + -τός < μουλώνω < μεσαιωνική ελληνική μουλώνω / μουλλώνω / μουλλώννω < (ελληνιστική κοινή) μυλλός (με στραβό χείλος) / μύλλον (χείλος)
Επίθετο[επεξεργασία]
μουλωχτός, -ή, -ό
- που ενεργεί ή γίνεται στα κρυφά, αθόρυβα, αποκρύπτοντας τις βαθύτερες προθέσεις, σκέψεις ή επιθυμίες