μουσειακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μουσειακός, -ή, -ό
- (κυριολεκτικά) που έχει σχέση με μουσείο ή αναφέρεται σ’ αυτό
- (μεταφορικά) που έχει οπισθοδρομικές ή συντηρητικές απόψεις
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μουσειακός
|