μουσόφιλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μουσόφιλος
- εκείνος που λατρεύει τις τέχνες και τα γράμματα (κυριολεκτικά αυτός που αγαπά τις Μούσες, τις εννέα θεότητες, προστάτιδες των τεχνών στη θεολογία της αρχαίας Ελλάδα και συνεπώς αυτός που αγαπά τις τέχνες)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μουσόφιλος
|