μπαγκάρισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπαγκάρισμα τα μπαγκαρίσματα
      γενική του μπαγκαρίσματος των μπαγκαρισμάτων
    αιτιατική το μπαγκάρισμα τα μπαγκαρίσματα
     κλητική μπαγκάρισμα μπαγκαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπαγκάρισμα < μπαγκάρω + -ισμα < μπαγκ < (άμεσο δάνειο) αγγλική bug

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπαγκάρισμα ουδέτερο

 συνώνυμα: μπαγκ, γκλιτς, γκλιτσάρισμα, σφάλμα, δυσλειτουργία

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]