μπλοκάρισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπλοκάρισμα τα μπλοκαρίσματα
      γενική του μπλοκαρίσματος των μπλοκαρισμάτων
    αιτιατική το μπλοκάρισμα τα μπλοκαρίσματα
     κλητική μπλοκάρισμα μπλοκαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπλοκάρισμα < μπλοκάρω, μπλοκαρισ- + -μα [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /bloˈka.ɾi.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπλο‐κά‐ρι‐σμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπλοκάρισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]