νεκροδόχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεκροδόχος αρσενικό (ίσως και νεκροδόχη)
Επίθετο[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | νεκροδόχος | το | νεκροδόχο | ||
γενική | του/της | νεκροδόχου | του | νεκροδόχου | ||
αιτιατική | τον/τη | νεκροδόχο | το | νεκροδόχο | ||
κλητική | νεκροδόχε | νεκροδόχο | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | νεκροδόχοι | τα | νεκροδόχα | ||
γενική | των | νεκροδόχων | των | νεκροδόχων | ||
αιτιατική | τους/τις | νεκροδόχους | τα | νεκροδόχα | ||
κλητική | νεκροδόχοι | νεκροδόχα | ||||
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -η. | ||||||
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «χοληδόχος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
νεκροδόχος, -ος, -ο
- που μεταφέρει νεκρό
- νεκροδόχα αγγεία (οστεοδόχα)
- νεκροδόχα σκεύη (όπως π.χ. η τεφροδόχος)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεκροδόχος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -δόχος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ος -ος -ο' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'χοληδόχος' (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)