νεοκλασικιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεοκλασικιστικός < νεοκλασικισμός + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
νεοκλασικιστικός
- που έχει σχέση με τον νεοκλασικισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά[επεξεργασία]
- νεοκλασικιστικά
- → δείτε τις λέξεις νεοκλασικισμός, κλασικισμός και κλασικός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεοκλασικιστικός
|