νεοπροαχθείς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεοπροαχθείς
νεοπροαχθέντας
η νεοπροαχθείσα το νεοπροαχθέν
      γενική του νεοπροαχθέντος
νεοπροαχθέντα
της νεοπροαχθείσας
νεοπροαχθείσης*
του νεοπροαχθέντος
    αιτιατική τον νεοπροαχθέντα τη νεοπροαχθείσα το νεοπροαχθέν
     κλητική νεοπροαχθείς
νεοπροαχθέντα
νεοπροαχθείσα νεοπροαχθέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεοπροαχθέντες οι νεοπροαχθείσες τα νεοπροαχθέντα
      γενική των νεοπροαχθέντων των νεοπροαχθεισών των νεοπροαχθέντων
    αιτιατική τους νεοπροαχθέντες τις νεοπροαχθείσες τα νεοπροαχθέντα
     κλητική νεοπροαχθέντες νεοπροαχθείσες νεοπροαχθέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νεοπροαχθείς < νεο- + προαχθείς (προ- + αρχαία ελληνική ἀχθείς (ἀχθεῖσα, ἀχθέν), μετοχή αορίστου του ἄγω)

Επίθετο[επεξεργασία]

νεοπροαχθείς, -είσα, -έν

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]