νεοφροϊδισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεοφροϊδισμός < νεο- + φροϊδισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική neo-freudianism)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεοφροϊδισμός αρσενικό
- (ψυχολογία, ψυχανάλυση) ψυχαναλυτική προσέγγιση που προσθέτει στην κλασική φροϊδική τη μελέτη κοινωνικών και πολιτιστικών παραγόντων, οι οποίοι διαμορφώνουν την προσωπικότητα κάποιου
Συγγενικά[επεξεργασία]
- νεοφροϊδικός
- νεοφροϊδιστής
- νεοφροϊδίστρια
- → δείτε τις λέξεις νέος, φροϊδισμός και φροϋδισμός
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Neo-Freudianism στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεοφροϊδισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα νεο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψυχολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)