νικοτινοειδής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | νικοτινοειδής | η | νικοτινοειδής | το | νικοτινοειδές |
γενική | του | νικοτινοειδούς* | της | νικοτινοειδούς | του | νικοτινοειδούς |
αιτιατική | τον | νικοτινοειδή | τη | νικοτινοειδή | το | νικοτινοειδές |
κλητική | νικοτινοειδή(ς) | νικοτινοειδής | νικοτινοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | νικοτινοειδείς | οι | νικοτινοειδείς | τα | νικοτινοειδή |
γενική | των | νικοτινοειδών | των | νικοτινοειδών | των | νικοτινοειδών |
αιτιατική | τους | νικοτινοειδείς | τις | νικοτινοειδείς | τα | νικοτινοειδή |
κλητική | νικοτινοειδείς | νικοτινοειδείς | νικοτινοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νικοτινοειδής < νικοτίνη + -ειδής ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική nicotinoid)
Επίθετο[επεξεργασία]
νικοτινοειδής, -ής, -ές
- (χημεία) που μοιάζει με νικοτίνη ή περιέχει νικοτίνη
- Το Imidacloprid είναι μια χλωριούχος νικοτινοειδής ένωση που χρησιμοποιείται στη γεωργία… (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- νεονικοτινοειδής
- → δείτε τη λέξη νικοτίνη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νικοτινοειδής