νιφάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
νῐφᾰδ- | |||||
ονομαστική | ἡ | νιφάς | αἱ | νιφάδες | |
γενική | τῆς | νιφάδος | τῶν | νιφάδων | |
δοτική | τῇ | νιφάδῐ | ταῖς | νιφάσῐ(ν) & νιφάδεσσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | νιφάδᾰ | τὰς | νιφάδᾰς | |
κλητική ὦ! | νιφάς | νιφάδες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νιφάδε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | νιφάδοιν | |||
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος. | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νιφάς < νιφ-, μεταπτωτική βαθμίδα που συναντάμε στο νείφω (νίφω) + -άς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νιφάς, -άδος θηλυκό
- (μετεωρολογία) νιφάδα, χιονονιφάδα
- (μεταφορικά) βροχή, καταιγιστική πτώση πραγμάτων (όπως από πέτρες)
- (επιθετικοποιημένο) αντίστοιχο του θηλυκού νιφόεσσα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- νιφάς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νιφάς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- νιφάδα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δεκάς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δεκάς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άς (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μετεωρολογία (αρχαία ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)