νοσφισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νοσφισμένος η νοσφισμένη το νοσφισμένο
      γενική του νοσφισμένου της νοσφισμένης του νοσφισμένου
    αιτιατική τον νοσφισμένο τη νοσφισμένη το νοσφισμένο
     κλητική νοσφισμένε νοσφισμένη νοσφισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νοσφισμένοι οι νοσφισμένες τα νοσφισμένα
      γενική των νοσφισμένων των νοσφισμένων των νοσφισμένων
    αιτιατική τους νοσφισμένους τις νοσφισμένες τα νοσφισμένα
     κλητική νοσφισμένοι νοσφισμένες νοσφισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νοσφισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου νοσφίζομαι

Μετοχή

[επεξεργασία]

νοσφισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]