ξαλαφρωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξαλαφρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξαλαφρώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
ξαλαφρωμένος, -η, -ο (& ξελαφρωμένος)
- ανακουφισμένος από ένα ψυχικό βάρος που έφυγε από τη ζωή μου
- Από τη μια στενοχωρήθηκα που την πλήγωσα, από την άλλη, όμως, νιώθω ξαλαφρωμένος που πήρε τέλος αυτή η σχέση
- ανακουφισμένος από ένα σωματικό βάρος ή ενόχληση που πέρασε
- Πήγαινα να σκάσω από το φούσκωμα, αλλά πήρα ένα χάπι και τώρα ευτυχώς νιώθω κάπως ξαλαφρωμένος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξαλαφρωμένος