ξεστροπαγίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεστροπαγίδα < ξέστρο + -ο- + παγίδα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική scraper trap)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεστροπαγίδα θηλυκό
- σύστημα ή εγκατάσταση που παγιδεύει / μαζεύει τα ξέστρα που κινούνται εντός ενός αγωγού και χρησιμοποιούνται για τον καθαρισμό του και για άλλους σκοπούς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεστροπαγίδα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)