ξορκισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξορκισμένος η ξορκισμένη το ξορκισμένο
      γενική του ξορκισμένου της ξορκισμένης του ξορκισμένου
    αιτιατική τον ξορκισμένο την ξορκισμένη το ξορκισμένο
     κλητική ξορκισμένε ξορκισμένη ξορκισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξορκισμένοι οι ξορκισμένες τα ξορκισμένα
      γενική των ξορκισμένων των ξορκισμένων των ξορκισμένων
    αιτιατική τους ξορκισμένους τις ξορκισμένες τα ξορκισμένα
     κλητική ξορκισμένοι ξορκισμένες ξορκισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξορκισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ξορκίζω

Μετοχή[επεξεργασία]

ξορκισμένος, -η, -ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξορκισμένος αρσενικό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]