ξυλοσκίστης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξυλοσκίστης < ξυλοσχίστης < ελληνιστική κοινή ξυλοσχίστης < αρχαία ελληνική ξύλον + σχίζω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ksi.loˈsci.stis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξυ‐λο‐σκί‐στης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξυλοσκίστης αρσενικό
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) άλλη μορφή του ξυλοσχίστης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξυλοσκίστης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)