οίκος ευγηρίας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οίκος ευγηρίας οι οίκοι ευγηρίας
      γενική του οίκου ευγηρίας των οίκων ευγηρίας
    αιτιατική τον οίκο ευγηρίας τους οίκους ευγηρίας
     κλητική οίκε ευγηρίας οίκοι ευγηρίας
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οίκος ευγηρίας < οίκος (< αρχαία ελληνική οἶκος) + ευγηρίας (< αρχαία ελληνική εὐγηρία)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈi.kos e.vʝiˈɾi.as/

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

οίκος ευγηρίας αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]