οίκος ευγηρίας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | οίκος ευγηρίας | οι | οίκοι ευγηρίας |
γενική | του | οίκου ευγηρίας | των | οίκων ευγηρίας |
αιτιατική | τον | οίκο ευγηρίας | τους | οίκους ευγηρίας |
κλητική | οίκε ευγηρίας | οίκοι ευγηρίας | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οίκος ευγηρίας < οίκος (< αρχαία ελληνική οἶκος) + ευγηρίας (< αρχαία ελληνική εὐγηρία)
Προφορά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
οίκος ευγηρίας αρσενικό
- (λόγιο) γηροκομείο (συνήθως ιδιωτικό)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οίκος ευγηρίας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Κλίση αρσενικών πολυλεκτικών όρων με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)