οδύνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὀδύνη

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οδύνη οι οδύνες
      γενική της οδύνης των οδυνών
    αιτιατική την οδύνη τις οδύνες
     κλητική οδύνη οδύνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οδύνη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀδύνη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁(e)dun-eh₂ (πόνος)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /oˈði.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐δύ‐νη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οδύνη θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]