ολιβίνης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ολιβίνης | οι | ολιβίνες |
γενική | του | ολιβίνη | των | ολιβινών |
αιτιατική | τον | ολιβίνη | τους | ολιβίνες |
κλητική | ολιβίνη | ολιβίνες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολιβίνης < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική olivine < olive < παλαιά γαλλική olive < λατινική oliva < ετρουσκική *𐌄𐌋𐌄𐌉𐌅𐌀 (eleiva) ή πρωτοελληνική *ἐλαίϝα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *loiwom
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.liˈvi.nis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐λι‐βί‐νης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ολιβίνης αρσενικό
- (ορυκτολογία) ορυκτό που αποτελείται από μαγνήσιο και σίδηρο (με τύπο (Mg,Fe)₂SiO₄) με χαρακτηριστικό πράσινο χρώμα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ολιβίνης στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ετρουσκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ορυκτολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)