ομοδίαιτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομοδίαιτος η ομοδίαιτη το ομοδίαιτο
      γενική του ομοδίαιτου της ομοδίαιτης του ομοδίαιτου
    αιτιατική τον ομοδίαιτο την ομοδίαιτη το ομοδίαιτο
     κλητική ομοδίαιτε ομοδίαιτη ομοδίαιτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομοδίαιτοι οι ομοδίαιτες τα ομοδίαιτα
      γενική των ομοδίαιτων των ομοδίαιτων των ομοδίαιτων
    αιτιατική τους ομοδίαιτους τις ομοδίαιτες τα ομοδίαιτα
     κλητική ομοδίαιτοι ομοδίαιτες ομοδίαιτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ομοδίαιτος < αρχαία ελληνική ὁμοδίαιτος < ὁμοῦ + -ο- + -δίαιτος

Επίθετο[επεξεργασία]

ομοδίαιτος, -η / -ος, -ο

  • που ζει ή τρέφεται μαζί με άλλους

Πηγές[επεξεργασία]

  • ομοδίαιτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]