ομοιοπαθητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομοιοπαθητικός < ομοιοπάθεια / ομοιοπαθητική + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ομοιοπαθητικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την ομοιοπάθεια ή την ομοιοπαθητική ή αναφέρεται σ’ αυτές
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ομοιοπαθής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομοιοπαθητικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ομοιοπαθητικός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) επαγγελματίας που αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας με την ομοιοπαθητική