ομοιόσχημος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομοιόσχημος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁμοιόσχημος / ὁμοιοσχήμων < ὅμοιος / ὁμοῖος + σχῆμα (< ἔχω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.miˈo.sçi.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐μοι‐ό‐σχη‐μος
Επίθετο[επεξεργασία]
ομοιόσχημος, -η, -ο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομοιόσχημος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ομοιό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -σχημος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)