ονειρώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ονειρώδης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀνειρώδης (που μοιάζει με όνειρο). Πιθανόν και σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική traumhaft[1] Συγχρονικά αναλύεται σε όνειρ(ο) + -ώδης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.niˈɾo.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐νει‐ρώ‐δης
Επίθετο[επεξεργασία]
ονειρώδης, -ης, -ες
- τόσο τέλειος που μοιάζει με όνειρο, ονειρεμένος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Παράγωγα[επεξεργασία]
- ονειρωδώς (επίρρημα)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη όνειρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ονειρώδης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'μανιώδης' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ώδης (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)