οπιοφάγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | οπιοφάγος | το | οπιοφάγο | ||
γενική | του/της | οπιοφάγου | του | οπιοφάγου | ||
αιτιατική | τον/την | οπιοφάγο | το | οπιοφάγο | ||
κλητική | οπιοφάγε | οπιοφάγο | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | οπιοφάγοι | τα | οπιοφάγα | ||
γενική | των | οπιοφάγων | των | οπιοφάγων | ||
αιτιατική | τους/τις | οπιοφάγους | τα | οπιοφάγα | ||
κλητική | οπιοφάγοι | οπιοφάγα | ||||
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -α. | ||||||
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
οπιοφάγος, -ος, -ο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οπιοφάγος
|