οπισθόβουλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
οπισθόβουλος
- (λόγιο) ο υστερόβουλος, ο ιδιοτελής
Συγγενικά[επεξεργασία]
- οπισθοβουλία
- → δείτε τις λέξεις όπισθεν, πίσω και βουλή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οπισθόβουλος
|