οπισθόχωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οπισθόχωμα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὀπισθόχωμα. Μορφολογικά, οπισθό- + -χωμα (χώμα)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.piˈsθo.xo.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐πισ‐θό‐χω‐μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οπισθόχωμα ουδέτερο
- (στρατιωτικός όρος) τα χώματα από το σκάψιμο χαρακωμάτων που συλλέγοννται στο πίσω μέρος τους για την προστασία από εχθρικά πυρά από τα νώτα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οπισθόχωμα
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- «ὀπισθόχωμα» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα οπισθό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -χωμα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)