οπλοσκευή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οπλοσκευή οι οπλοσκευές
      γενική της οπλοσκευής των οπλοσκευών
    αιτιατική την οπλοσκευή τις οπλοσκευές
     κλητική οπλοσκευή οπλοσκευές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οπλοσκευή < οπλο- + σκευή

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /o.plo.skeˈvi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐πλο‐σκευ‐ή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οπλοσκευή θηλυκό

  • το σύνολο του οπλισμού ενός στρατιώτη
    ※  Το καλύτερα διατηρημένο είναι ο σαυρωτήρας, σπάνιο δείγμα ενός είδους οπλοσκευής που είναι ελάχιστα γνωστό όχι μόνο στο Αιγαίο, αλλά και σε όλο το χώρο της ανατολικής Μεσογείου.
    Πολυμνία Μεταξά-Muhly, Μινωϊκός λαξευτός τάφος στον Πόρο Ηρακλείου, Αθήνα: Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, 1992, σελ. 129
    ※  Προσπάθησε συνειδητά επί τέσσερις δεκαετίες για την Πόλη των Αθηνών. Κατέγραψε, εξιστόρησε, επεξήγησε, ανέλυσε, μελέτησε, σχεδίασε, δημοσίευσε, έδωσε τον αγώνα τον καλό, συγκρούστηκε ενεργών κατ' επιστήμην, με οπλοσκευή Αθηναϊκή...
    Ο Κώστας Η. Μπίρης, η δόξα και το καμάρι του Δήμου Αθηναίων, Ο Κόσμος της Ν. Φιλαδέλφειας, τεύχος 69, Μάιος 2015
    ※  Ο Ελληνικός Στρατός, μετά την ήττα που υπέστη στη Μικρασιατική Εκστρατεία, άφησε πίσω του, εκτός από νεκρούς και αιχμαλώτους, ένα μεγάλο αριθμό οπλοσκευής και πυρομαχικών, πυροβόλων και όχι μόνο.
    Νίκος Μελιτσιώτης, Τα όπλα και ο εξοπλισμός του Ελληνικού Στρατού, offlinepost.gr, 2 Νοεμβρίου 2020

Μεταφράσεις[επεξεργασία]