οριοθέτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οριοθέτης αρσενικό
- νοερό ή φυσικό μαρκάρισμα ορίων ή συνόρων
- ανθρώπος ή μηχανισμός που θέτει όρια
- (πληροφορική) ένας από τους ειδικούς χαρακτήρες (πχ. (, ), {, }, ", κλπ.) που χρησιμοποιούνται για ομαδοποίηση εντολών, διαχωρισμό δεδομένων, κλπ.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- οριοθέτης συμβολοσειράς / string delimiter : χαρακτήρες, όπως τα μονά εισαγωγικά (') και τα διπλά εισαγωγικά ("), που ορίζουν μια συμβολοσειρά μέσα σε μια άλλη συμβολοσειρά