ορμαθός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ορμαθός οι ορμαθοί
      γενική του ορμαθού των ορμαθών
    αιτιατική τον ορμαθό τους ορμαθούς
     κλητική ορμαθέ ορμαθοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ορμαθός < αρχαία ελληνική ὁρμαθός < παράγωγο ουσιαστικό από το ὅρμος (=σχοινί, αλυσίδα, περιδέραιο) και την κατάληξη -αθος
  • «ορμαθός σκόρδων»

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ορμαθός αρσενικό

σύνολο ομοειδών πραγμάτων, περασμένων σε νήμα, σύρμα, κρίκο κοιν. «αρμαθιά».

  1. συστοιχία, πλέγμα, αντικείμενα περασμένα σε ένα νήμα
    → δείτε τη λέξη  (κρητικά) αρμαθιά
    ορμαθός κλειδιών
  2. (μεταφορικά) πλήθος
    ορμαθός ψευδών

Αντώνυμα[επεξεργασία]

μεταφορικά[επεξεργασία]

  • πλήθος, σωρός «ορμαθός ανοησιών», «ορμαθός επιχειρημάτων»

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • «κατηγορείται για ορμαθό καταχρήσεων».

Μεταφράσεις[επεξεργασία]