ουρολάγνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ουρολάγνος, -α/-ος, -ο
- (ψυχιατρική) αυτός που διακατέχεται από ουρολαγνεία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ουρολάγνος
|