οχυρωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οχυρωτικός < (ελληνιστική κοινή) ὀχυρωτικός
Επίθετο[επεξεργασία]
οχυρωτικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη οχυρός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οχυρωτικός
|