παιδοκτονικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παιδοκτονικός < παιδοκτόνος / παιδοκτονία + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
παιδοκτονικός
- που έχει σχέση με παιδοκτόνο ή παιδοκτονία ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παιδοκτονικός
|