παλαιότατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παλαιότατος < παλαι(ός) + -ότατος. Αρχαία ελληνικά παλαιότατος, μορφή του παλαίτατος
Επίθετο[επεξεργασία]
παλαιότατος
- υπερθετικός βαθμός του παλαιός, ο πολύ παλιός
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παλαιότατος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παλαιότατος, -η, -ον
- άλλη μορφή του παλαίτατος υπερθετικός βαθμός του μέγας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ότατος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα υπερθετικού βαθμού (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'μέγιστος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'μέγιστος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ότατος (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα υπερθετικού βαθμού (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)