πανδέγμων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πανδέγμων & πανδέγμονας |
η | πανδέγμων | το | πανδέγμον |
γενική | του | πανδέγμονος & πανδέγμονα |
της | πανδέγμονος | του | πανδέγμονος |
αιτιατική | τον | πανδέγμονα | την | πανδέγμονα | το | πανδέγμον |
κλητική | πανδέγμων & πανδέγμονα |
πανδέγμων | πανδέγμον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πανδέγμονες | οι | πανδέγμονες | τα | πανδέγμονα |
γενική | των | πανδεγμόνων | των | πανδεγμόνων | των | πανδεγμόνων |
αιτιατική | τους | πανδέγμονες | τις | πανδέγμονες | τα | πανδέγμονα |
κλητική | πανδέγμονες | πανδέγμονες | πανδέγμονα | |||
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. | ||||||
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πανδέγμων < παν- + δόγμα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο[επεξεργασία]
πανδέγμων αρσενικό ή θηλυκό
- που δέχεται τα πάντα
- ※ Υπήρχε κατ' εκείνους τους χρόνους μία πύλη ευρύχωρος, πανδέγμων, έν κοίλον αμέτρητον. Ήτο το μοναστήριον. Διηυθύνθη εκείσε, ελπίσασα ότι έμελλε να λησμονήση τόν κόσμον και ότι θα ήτο ευτυχής εν τη μοναξία της (Οι έμποροι των εθνών, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, 1883)
- ※ Η γαλλική σκέψη λειτουργεί για τα τελευταία πενήντα χρόνια ως ένας φιλοσοφικός πανδέκτης, μια πανδέγμων θάλασσα λόγου, που απορροφάει στοιχεία και ουσίες από αμέτρητες παραδόσεις για να συνθέσει τον βιότοπο της (Διαβάζω, τεύχη 363-366, 1996, σελ. 58)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πανδέγμων
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ων-ονας' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'μετριόφρων' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παν- (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)