πανδοκεῖον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πανδοκεῖον τὰ πανδοκεῖ
      γενική τοῦ πανδοκείου τῶν πανδοκείων
      δοτική τῷ πανδοκεί τοῖς πανδοκείοις
    αιτιατική τὸ πανδοκεῖον τὰ πανδοκεῖ
     κλητική ! πανδοκεῖον πανδοκεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πανδοκείω
γεν-δοτ τοῖν  πανδοκείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πανδοκεῖον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πανδοκεῖον ουδέτερο

  • ξενώνας, πανδοχείο
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Βάτραχοι, στίχ. 550 (549-551)
    [ΠΑΝΔΟΚΕΥΤΡΙΑ Α’] Πλαθάνη, Πλαθάνη, δεῦρ᾽ ἔλθ᾽. ὁ πανοῦργος οὑτοσί, | ὃς εἰς τὸ πανδοκεῖον εἰσελθών ποτε | ἑκκαίδεκ᾽ ἄρτους κατέφαγ᾽ ἡμῶν
    [Η ΠΡΩΤΗ ΞΕΝΟΔΟΧΑ] Πλαθάνη, τρέξε. Νά ο αχρείος | που μπήκε κάποτε μες στο χάνι | και δεκάξι μας έφαγε ψωμιά…
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα:Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
    ※  4ος↑ αιώνας Δημοσθένης, Περὶ τῆς παραπρεσβείας, 158 @scaife.perseus
    οὔθʼ ὅτʼ ἐκεῖσʼ ἐπορεύοντο οὔθʼ ὅτʼ ἐκεῖθεν δεῦρο, τοὺς ὅρκους ἔλαβον, ἀλλʼ ἐν τῷ πανδοκείῳ τῷ πρὸ τοῦ Διοσκορείου (εἴ τις ὑμῶν εἰς Φερὰς ἀφῖκται, οἶδʼ ὃ λέγω), ἐνταῦθʼ ἐγίγνονθʼ οἱ ὅρκοι, ὅτε δεῦρʼ ἤδη τὸ στράτευμʼ ἄγων ἐβάδιζε Φίλιππος, αἰσχρῶς, ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ ἀναξίως ὑμῶν.
    ※  4ος↑ αιώνας Αἰσχίνης, Περὶ τῆς παραπρεσβείας, 97 @scaife.perseus
    πρῶτον μὲν γὰρ δέκα πρέσβεων ὄντων, ἑνδεκάτου δὲ τοῦ συμπεμφθέντος ἡμῖν ἀπὸ τῶν συμμάχων, οὐδεὶς αὐτῷ συσσιτεῖν, ὅτʼ ἐξῇμεν ἐπὶ τὴν ὑστέραν πρεσβείαν, ἤθελεν, οὐδὲ[*] ἐν ταῖς ὁδοῖς, ὅπου δυνατὸν ἦν, εἰς ταὐτὸν πανδοκεῖον καταλύειν, ὁρῶντες αὐτὸν ἐν τῇ προτέρᾳ πρεσβείᾳ πᾶσιν αὐτοῖς ἐπιβεβουλευκότα.
    ※  4ος/3ος↑ αιώνας Θεόφραστος, Χαρακτῆρες, 20.9
    καὶ ὅτι ψυχρὸν ὕδωρ ἐστὶ παρ᾽ αὐτῷ λακκαῖον καὶ [ὡς] κῆπος λάχανα πολλὰ ἔχων καὶ ἁπαλὰ [ὥστε εἶναι ψυχρὸν] καὶ μάγειρος εὖ τὸ ὄψον σκευάζων, καὶ ὅτι ἡ οἰκία αὐτοῦ πανδοκεῖόν ἐστι —μεστὴ γὰρ ἀεί—
    Λέει ακόμη ότι το σπίτι του διαθέτει μια δεξαμενή με κρύο νερό και κήπο με πολλά και τρυφερά λαχανικά και μάγειρα που ετοιμάζει καλό φαγητό, ότι η οικία του είναι πανδοχείο, γιατί είναι πάντα γεμάτη,
    Μετάφραση (2008), Σταύρος Γκιργκένης @greek‑language.gr

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]