πανηγυριτζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πανηγυριτζής < πανηγύρ(ι) + -ιτζής (ή -τζής για τη μορφή πανηγυρτζής)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.ni.ʝi.ɾiˈd͡zis/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πανηγυριτζής αρσενικό
- (επάγγελμα) άτομο που εργάζεται σε πανηγύρια (έμπορος, καλλιτέχνης κλπ)
- (μεταφορικά) αυτός που είναι για τα πανηγύρια, φαιδρός, ανόητος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πανηγυριτζής
|