πανόδετος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πανόδετος η πανόδετη το πανόδετο
      γενική του πανόδετου της πανόδετης του πανόδετου
    αιτιατική τον πανόδετο την πανόδετη το πανόδετο
     κλητική πανόδετε πανόδετη πανόδετο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πανόδετοι οι πανόδετες τα πανόδετα
      γενική των πανόδετων των πανόδετων των πανόδετων
    αιτιατική τους πανόδετους τις πανόδετες τα πανόδετα
     κλητική πανόδετοι πανόδετες πανόδετα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
ένα πανόδετο παλιό βιβλίο

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πανόδετος < πανί + -δετός (< δένω)
Η λέξη μαρτυρείται από το 1892

Επίθετο[επεξεργασία]

πανόδετος, -η, -ο

  1. δεμένος με πανί
  2. για βιβλίο ή τόμο που έχει εξώφυλλο επικαλυμμένο με ειδικό ύφασμα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]