παραγγελτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραγγελτικός < ελληνιστική κοινή παραγγελτικός < αρχαία ελληνική παραγγέλλω
Επίθετο[επεξεργασία]
παραγγελτικός
- που έχει σχέση με παραγγελία ή παράγγελμα ή αναφέρεται σ’ αυτά
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραγγελτικός
|