παραγοντοποιήσιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραγοντοποιήσιμος η παραγοντοποιήσιμη το παραγοντοποιήσιμο
      γενική του παραγοντοποιήσιμου της παραγοντοποιήσιμης του παραγοντοποιήσιμου
    αιτιατική τον παραγοντοποιήσιμο την παραγοντοποιήσιμη το παραγοντοποιήσιμο
     κλητική παραγοντοποιήσιμε παραγοντοποιήσιμη παραγοντοποιήσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραγοντοποιήσιμοι οι παραγοντοποιήσιμες τα παραγοντοποιήσιμα
      γενική των παραγοντοποιήσιμων των παραγοντοποιήσιμων των παραγοντοποιήσιμων
    αιτιατική τους παραγοντοποιήσιμους τις παραγοντοποιήσιμες τα παραγοντοποιήσιμα
     κλητική παραγοντοποιήσιμοι παραγοντοποιήσιμες παραγοντοποιήσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παραγοντοποιήσιμος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

[επεξεργασία]

παραγοντοποιήσιμος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]