παραμελημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραμελημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παραμελώ
Μετοχή[επεξεργασία]
παραμελημένος, -η, -ο
- αυτός που έχει παραμεληθεί, που δεν τον φροντίζει κανείς, συχνά που δεν μπορεί να φροντίσει, να περιποιηθεί ούτε ο ίδιος τον εαυτό του
- το έχουν πολύ παραμελημένο το παιδί τους
- η κυρία Μαρία πάντα φρόντιζε την εμφάνισή της, αλλά αφέθηκε -την είδα χτες στο δρόμο τελείως παραμελημένη